Ο εκλογικός χρόνος ως πολιτική απόφαση
Το σενάριο πρόωρων εκλογών εντός του 2026 επανέρχεται συχνά στον δημόσιο διάλογο, ιδίως σε περιόδους αυξημένης πολιτικής έντασης ή δημοσκοπικής κινητικότητας. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει μακρά παράδοση αντιμετώπισης των εκλογών ως εργαλείου τακτικής. Ωστόσο, στη σημερινή συγκυρία, πίσω από τη σεναριολογία, τα πραγματικά δεδομένα – πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά – δείχνουν πως η προσφυγή σε πρόωρες κάλπες δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί στρατηγική επιλογή. Περισσότερο παραπέμπει σε πολιτικό θόρυβο παρά σε συνειδητό πολιτικό σχεδιασμό με σαφή ορίζοντα.
Σε επίπεδο κοινής γνώμης, τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων είναι ενδεικτικά. Παρά τις διαδοχικές υποθέσεις που πλήττουν σοβαρά την αξιοπιστία της κυβέρνησης, καταγράφεται σταθερά ένα ισχυρό αίτημα για πολιτική σταθερότητα και θεσμική κανονικότητα. Η εμπειρία των αλλεπάλληλων κρίσεων της προηγούμενης δεκαετίας έχει διαμορφώσει μια κοινωνική στάση επιφυλακτική απέναντι σε αιφνίδιες πολιτικές κινήσεις. Ακόμη και πολίτες που δηλώνουν κριτική ή αποστασιοποιημένη στάση απέναντι στην κυβέρνηση δεν φαίνεται να προσδοκούν ότι μια πρόωρη εκλογική αναμέτρηση θα βελτίωνε ουσιαστικά τη συνολική πολιτική και οικονομική τους προοπτική. Η κυβερνητική φθορά, παρότι στο εσωτερικό του εκλογικού της ακροατηρίου παράγει έντονο αίσθημα ματαίωσης, στο ευρύτερο εκλογικό σώμα τροφοδοτεί περισσότερο θυμό και δυσπιστία. Ωστόσο, αυτή η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια δεν συγκροτεί αυτομάτως αίτημα πρόωρης πολιτικής ανατροπής.
Σε αυτό το περιβάλλον, η συνέπεια λόγων και πράξεων αποκτά αυξημένο πολιτικό βάρος. Η δημόσια δέσμευση του Πρωθυπουργού για εξάντληση της δεύτερης συνεχόμενης τετραετίας λειτουργεί ως κεντρικό στοιχείο πολιτικής αξιοπιστίας. Η διάρκεια της κυβέρνησης δεν αντιμετωπίζεται απλώς ως αριθμητικό μέγεθος, αλλά ως προϋπόθεση πολιτικής ευθύνης και θεσμικής συνέπειας.
Καθοριστικός παράγοντας στη στάθμιση αυτή είναι η οικονομία. Η κυβέρνηση επιχειρεί να συγκροτήσει ένα συνεκτικό αφήγημα μετάβασης σε ένα διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο, με έμφαση στις επενδύσεις, την καινοτομία, τις υποδομές και τη μείωση διαρθρωτικών αδυναμιών. Ενα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί να αποδώσει πολιτικά σε συνθήκες διαρκούς προεκλογικής συζήτησης. Απαιτεί χρονικό ορίζοντα, συνέπεια και δυνατότητα πολιτικής και κοινωνικής αποτίμησης αποτελεσμάτων στην πράξη.
Παράλληλα, κρίσιμος παράγοντας είναι η προσπάθεια αποκατάστασης της εμπιστοσύνης. Ενα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας έχει απομακρυνθεί έχοντας χάσει την πίστη του ιδίως σε ζητήματα δικαιοσύνης, διαφάνειας και λογοδοσίας. Η αναπλαισίωση που επιχειρείται περιορίζεται μέχρι στιγμής σε επικοινωνιακούς χειρισμούς. Ακόμη και η εκλογή του έλληνα υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών στην ηγεσία του Eurogroup, μια εξέλιξη που αναδεικνύει την ευρωπαϊκή μεταστροφή απέναντι στην Ελλάδα, δεν αρκεί για να αποκατασταθεί η εσωτερική πολιτική εμπιστοσύνη, η οποία απαιτεί όχι μόνο προεκλογικές υποσχέσεις, αλλά θεσμικές παρεμβάσεις και μετρήσιμα αποτελέσματα.
Η χρονική συγκυρία της ευρωπαϊκής διάστασης δεν είναι, ωστόσο, δευτερεύουσα. Η Ελλάδα αναλαμβάνει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Ιούλιο του 2027, τη στιγμή που ολοκληρώνεται η κυβερνητική θητεία. Ο συγχρονισμός αυτός καθιστά προβληματική οποιαδήποτε επιλογή παράτασης της πολιτικής εκκρεμότητας. Η ανάληψη της προεδρίας προϋποθέτει κυβέρνηση με καθαρή εντολή, θεσμική νομιμοποίηση και πολιτικό βάθος. Υπό αυτό το πρίσμα, ο εκλογικός χρόνος παύει να είναι απλώς ένα ζήτημα τακτικής και μετατρέπεται σε κρίσιμη θεσμική απόφαση.
Σε μια κοινωνία που έχει κουραστεί από τον μόνιμο προεκλογικό κύκλο, η συνέπεια μετατρέπεται σε πολιτική δήλωση. Και αυτό είναι το πραγματικό τεστ για την κυβέρνηση: αν μπορεί να αποδείξει ότι ο χρόνος αυτός παράγει αποτελέσματα και αποκαθιστά την αξιοπιστία της πολιτικής. Οχι στη διαχείριση του εκλογικού χρόνου, αλλά στη δυνατότητά της να μετατρέψει τη διάρκεια της θητείας σε μετρήσιμη πρόοδο και θεσμική αποκατάσταση.
Ο Τάσος Βασιλείου είναι πολιτικός αναλυτής, διευθυντής Δημόσιων και Εταιρικών Υποθέσεων, PRORATA